- πυριτιδοποιείο
- το, Ν1. εργοστάσιο κατασκευής πυρίτιδας και άλλων πολεμικών και εκρηκτικών υλών, κν. μπαρουτάδικο2. φρ. «Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο» και συντμ. «ΠΥΡΚΑΛ» — ελληνική εταιρεία παραγωγής πυρομαχικών για τις ανάγκες τού ελληνικού στρατού και εκρηκτικών για τις ανάγκες τής τεχνολογίας, λ.χ. για έργα οδοποιίας, για λατόμευση κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυριτιδοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. πυριτοδοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.